χιουμοριστικός

χιουμοριστικός
[хьюморисгис] επ. юморист.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χιουμοριστικός" в других словарях:

  • χιουμοριστικός — ή, ό, Ν [χιουμοριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ ή αυτός που ενέχει χιούμορ …   Dictionary of Greek

  • χιουμοριστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ, ευθυμογραφικός: Διαβάσαμε μερικά χιουμοριστικά διηγήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλουζ — Είδος αφροαμερικάνικου τραγουδιού που εμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αι. και εξελίχτηκε στην αρχική του μορφή ως μ. της υπαίθρου (country blues) και αργότερα, κατά το τέλος του αιώνα, ως μ. της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»